μοσχοκάρυδο

μοσχοκάρυδο
Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή σπέρματα, που μοιάζουν με το καρύδι και περιβάλλονται από σαρκώδες περικάρπιο, το οποίο ανοίγει κατά την ωρίμανση. Ο καρπός είναι αχλαδόμορφος, κρεμαστός και έχει χρώμα ωχροκίτρινο. Πρόκειται για γεμάτα και βαριά καρύδια, με συμπαγή, σκληρή, κέρινη σάρκα, χρώματος γκρίζου ή καστανόμαυρου· αυτή η ψίχα αποτελεί τη δρόγη με το ζεστό άρωμα και γεύση, που χρησιμοποιείται στην κουζίνα ως μυρωδικό. Το μ. χρησιμοποιείται ακόμη για τον αρωματισμό ηδύποτων, καθώς και σε πολλά φαρμακευτικά βάμματα. Το δέντρο είναι μάλλον ψηλό, με προμήκη, λεία φύλλα, ιδιαίτερα έντονα στην άνω επιφάνεια, το χρώμα των οποίων είναι σκοτεινό πράσινο. Τα δίοικα άνθη του μ., πρασινοκίτρινου χρώματος, σχηματίζουν μικρούς μασχαλιαίους βότρυες.
* * *
και μοσκοκάρυδο και μοσχοκάρυο, το (ΑΜ μοσχοκάρυο, Μ μοσχοκάρυδο και μοσκοκάρυδο και μουσκοκάρυδο)
ο καρπός τής μοσχοκαρυδιάς, μπαχαρικό που αποτελείται από τα σπέρματα τού αειθαλούς δίοικου δένδρου Μyristica fragrans τής οικογένειας μυριστικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο)-* + κάρυον «καρύδι». Ο τ. μοσχοκάρυδο < μοσχ(ο)-* + καρύδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γρενάδα — Επίσημη ονομασία: Γρενάδα Έκταση: 344 τ. χλμ. Πληθυσμό 89.211 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σεντ Τζορτζ (4.410 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Βρίσκεται βόρεια του Τρινιντάντ και Τομπάγκο και βρέχεται Δ από …   Dictionary of Greek

  • Nutmeg — For other uses, see Nutmeg (disambiguation). Nutmeg Myristica fragrans Scientific classification Kingdom …   Wikipedia

  • αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… …   Dictionary of Greek

  • δρόγη — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • κώμακον — κώμακον, τὸ (Α) 1. είδος αρωματικού φυτού ή ο καρπός τού φυτού αυτού, πιθ. το μοσχοκάρυδο 2. είδος φρούτου …   Dictionary of Greek

  • μοσκοκάρυδο — το βλ. μοσχοκάρυδο …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκαρυδιά — και μοσκοκαρυδιά και μοσχοκαρύα, η βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Μyristica fragrans τού γένους μυριστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυδο. Ο τ. μοσχοκαρύα < μοσχοκάρυον] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκαρυοειδής — ές όμοιος με μοσχοκάρυδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυον + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκαρύδιον — μοσχοκαρύδιον, τὸ (Α) το μοσχοκάρυδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυον + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. συκ ύδιον)] …   Dictionary of Greek

  • μπαχαρικό — το [μπαχάρι] συν. στον πληθ. τα μπαχαρικά γενική ονομασία τών μαγειρικών αρωματικών καρυκευμάτων, όπως είναι η κανέλα, το μοσχοκάρυδο κ.ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”